καλλιγένεθλος

καλλιγένεθλος
καλλι-γένεθλος, ον,
A beautifully formed, καρπός prob. in Poet.deherb.104.
II [voice] Act., having a fair offspring, Corinn.23, Procl.H.6.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλιγένεθλος — καλλιγένεθλος, ον (Α) 1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος 2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο γένεθλος, πρεσβυ γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιγένεθλον — καλλιγένεθλος beautifully formed masc/fem acc sg καλλιγένεθλος beautifully formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγένεθλε — καλλιγένεθλος beautifully formed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”